Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυρμύλλων — μυρμύλλων, ὁ (Α) βλ. μερμίλλων … Dictionary of Greek
μερμίλλων — και μορμίλλων και μουρμίλλων και μυρμύλλων, ωνος, ό (Α) μονομάχος από την τάξη εκείνων που είχαν στο κράνος τους εικόνα τού ψαριού μορμύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mirmilo] … Dictionary of Greek